- διοικούμαι
- διοικούμαι, διοικήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διοικοῦμαι — διοικέω keep house pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διοικέω keep house pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγώ — στρατηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στραταγῶ και αιολ. τ. στροταγῶ, έω, Α [στρατηγός] είμαι στρατηγός, διοικώ στράτευμα αρχ. 1. (γενικά) είμαι αρχηγός στρατεύματος ή στόλου 2. (ειδικά στην Αθήνα) έχω το αξίωμα τού στρατηγού 3. (με αιτ. προσ.) α)… … Dictionary of Greek
άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ … Dictionary of Greek
αυτοδιοικούμαι — (για περιοχές, οργανισμούς κ.λπ.) διοικούμαι από διοικητικές μονάδες που έχουν οργανωθεί ως ξεχωριστά νομικά πρόσωπα (και όχι από όργανα του κράτους) … Dictionary of Greek
δημοκρατούμαι — (Α δημοκρατοῡμαι, έομαι, Μ δημοκρατῶ, έω) έχω δημοκρατικό πολίτευμα, διοικούμαι δημοκρατικά μσν. δημοκρατῶ 1. επικρατώ τού αντίπαλου δήμου 2. στασιάζω, δημιουργώ οχλοκρατία αρχ. απρόσ. δημοκρατεῑται κρατούν ή υπερισχύουν οι δημοκρατικές αρχές … Dictionary of Greek
επαρχώ — (AM ἐπαρχῶ, έω) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, επαρχεύω ||(μσν. αρχ.) παθ. ἐπαρχοῡμαι διοικούμαι από έπαρχο … Dictionary of Greek
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
ευνομούμαι — (Α εὐνομοῡμαι, έομαι το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῡσα) [εύνομος Ι] έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ. β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε… … Dictionary of Greek
καλοκυβερνώ — (Μ καλοκυβερνῶ) νεοελλ. παθ. καλοκυβερνοῦμαι και καλοκυβερνιέμαι διοικούμαι καλά, ευνομούμαι μσν. προστατεύω κάποιον, τόν ενισχύω οικονομικά … Dictionary of Greek
μαστιγονομούμαι — μαστιγονομοῡμαι, έομαι (Α) [μαστιγoνόμος] κυβερνώμαι, ελέγχομαι, διοικούμαι με τη μάστιγα, όπως οι δούλοι … Dictionary of Greek